Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Δέηση.. Ώρα Δωδέκατη

Στ' αλήθεια κάπως πρέπει να ξεκινήσω. Πρέπει, ναι, να σπάσω τον κλοιό αυτής της σιωπηλής μου ανημπορίας, ψελλίζοντας επιτέλους τις δικές μου πρώτες λέξεις δύναμης. Να διακηρύξω μ' ευθύτητα τον βίαιο παιάνα που θα λύσει τους γόρδιους δεσμούς της ψυχής μου, κατασχίζοντάς τους εν ανάγκη. Αυτή ίσως είναι η πρώτη επ' αυτού κεκκρυμμένη κι απρόσμενη απόπειρα, μια κραυγάζουσα προσπάθεια πάνω στην ολίσθηση της μοίρας μου - να εξέλθω στις επιφάνειες της δράσης οπλισμένος, τώρα στο αδιόρατο, τρυφερό και πιο πυκνό μου σκοτάδι. Τούτη λοιπόν η γραφή, δεν έχει κάποιο άλλο κρυφό νόημα, ίσως και κανένα προφανές..Είναι θαρρείς η ίδια ο αυτιστικός φορέας μιας αρτιμέλειας του Μηδενός, που ναι ήδη οριστικό και τέλειο, ατελεύτητο... Λόγος της μόνος, να αιχμαλωτίσει τα πρώτα αινίγματα του δράματος: πως απ' τον ακατέργαστο πηλό της γης, θα χτίσω τα βουνά του προοπτικού μου σύμπαντος και με ποια πένα θα ζωγραφίσω την τροχιά για τη διεκδίκηση μιας εσώτερης και πιο ερημικής νιότης, που το μακρύθωρο γέλιο, αλαζόνα βασιλόπαιδος θα μου χαρίσει. Να έτσι κυνηγώ τους πόθους αυτού του πεινασμένου μέλλοντος, στέκοντας εδώ γυμνός και αληθής, μπρος τις ακατάληπτες εικόνες του κενού μου και της λατρευτικής απεραντοσύνης - σκάβοντας ν' ανοίξω πηγές μες τις νωπές πληγές και τις αρνήσεις μου. Αυτήν πασχίζω να κοιτάξω, σαν σε καθρέπτη στ' άστρα της να γνωρίσω το αλλότριο μου πρόσωπο, τον κωμικό δαίμονα της ανοησίας που μες τους πιο κρυφούς του ύπνους, φανέρωσε στα δάκρυα το πεπρωμένο μου. Αυτό είναι εξάλλου το καθάριο ψέμα του αλλόφρονα, που τον γλυτώνει απ' τη θεική του όψη - είμαι ένας πλανεμένος του καημού μου... Το μαρτύριο μου: είμαι παθιασμένος, δίχως να μιλώ ... έτσι δεν μπορώ να δώσω κανέναν όρκο, παρά στα κλεφτά, στις διαδρομές ακυβέρνητων συνειρμών, στην τύχη της περίστασης που με ορίζει. Η άσκοπη απεραντοσύνη -αχ μαγική κι εξαίσια- υπόσχεται κατακτήσεις, υπόσχεται θρόνους ταξιδιών και δόξα, μα στο τέλος η ίδια σε κυριεύει στους αντικατοπτρισμούς της, σε καταβροχθίζει στο κενό εκείνο της αγνωμοσύνης σου και πια δε μένει τίποτε, μήτε καν η άγνοια που σ' ησύχαζε στα γήινα. Η ναρκωτική ηρεμία του πνεύματος πεθαίνει γλυκά μες την ορχηστρική συγχορδία του Καθολικού κι έτσι μένεις να θρηνωδείς στο δέος σα νεογέννητος μύστης. Δεν δύναται κανένας έλεγχος πια, τα εγκόσμια θολώνουν σαν οράματα ονειρώξεων και κάθε εαυτός χάνεται στο πυρ του βαθυκόκκινου, τελευταίου σου γέλιου. Λιώνεις ο ίδιος στα όνειρα που σε στοίχειωσαν και στ' αφηρημένα μεγέθη νέας ζωής, που ανοίγονται ν' αγκαλιάσουν θεούς και γαλαξίες. Κ' είναι πλέον πολύ αργά που το καταλαβαίνεις! Το μελωδικό τραγούδι των Σειρήνων σε παρέσυρε ήδη σε υπερβατικούς χορούς και τρικυμίες ακατάπαυστες. Άρχισες ν' αγαπάς τις βροντές σαν πρώτος άνθρωπος και πάλι, με χίλιες φωνές και δυνατά σαγόνια. Ποιος είναι τώρα το θηρίο και ποιος ο εχθρός, σε τούτο το βασανιστικό άγημα του εξαγνισμού; Μα το βλέπεις, ω ναι, είσαι εσύ ο μικρός ανώφελος αντάρτης που αποστρέφεται την πιο τρομακτική ευτυχία, εσύ ο άλλος που ενοικείς στην ανοιχτή καρδιά του τρελού, που πολεμάς να μην κτακρυμνιστείς απ' το στέρεο εκμαγείο της σκληρής σιδηροδέσμιας μορφής σου, στη χαρούμενη ζάλη του χαμού, κυλώντας και πάλι έπειτα από αιώνες στ' αρχαίο ανθισμένο έδαφος, φιλώντας το θάνατο σαν κυρίαρχος Ιούδας κι εγγυητής αιώνιας λευτεριάς. Ιδού η μάχη κι ο ύμνος της! Μόνο έτσι θε ν' απολαύσεις το μόνο σου ταξίδι: γνωρίζοντας πως ανήκεις εξ' ολοκλήρου στις συμπαντικές ορμές κι όντας προορισμένος να κατασπαραχθείς μια μέρα από δαύτες, να θυσιάζεσαι σαν σπέρμα σε σε χωράφια καινούριας γης ... Άρα γιατί; Δεν έχει καμία σημασία ποιος είμαι, αν θέλω στ' αλήθεια να ζήσω..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Βροντερά απαγγέλω: